11.9.17

Το λευκό που ξεχώριζε



γράφει η Γεωργία Τριανταφυλλίδου

Πήγα πρώτη  Δημοτικού  το σχολικό έτος 1974-1975. Με γαλάζια ποδιά και γιακαδάκι άσπρο. Πότε ολόκληρο πλεκτό με το τσιγκελάκι από τη γιαγιά μου και πότε πικεδένιο αλλά με μια λεπτή δαντέλα στο τελείωμα, την περίφημη μπιμπίλα. Αυτό το σημειώνω  για όποιον νομίζει ότι  οι ποδιές εκείνης της εποχής ήταν μια θανάσιμη πλήξη. Δεν ήταν. Και επιπλέον, έδιναν την ευκαιρία στις μαμάδες να διακριθούν. Θυμάμαι πόσες φορές μας σταμάτησαν στον δρόμο ―στην πρώτη Δημοτικού πάντα σε πηγαινοφέρνει στο σχολείο η μαμά, όταν φυσικά δεν εργάζεται―, για να θαυμάσουν τον γιακά στην ποδιά μου και να ρωτήσουν ευγενικά αν μπορούσαν να δανειστούν το σχέδιο. Θυμάμαι αυτή την αμηχανία που ένιωθα καθώς κοντοστεκόμασταν και μια άλλη κυρία περιεργαζόταν το εργόχειρο γύρω από τον λαιμό μου. Πήγα πρώτη Δημοτικού φορτωμένη τα, προσαρμοσμένα για σχολική χρήση, πετσετάκια της  χρυσοχέρας γιαγιάς μου, και με τη μαμά μου να καμαρώνει που τους μπαίναμε στο μάτι με την πρωτοτυπία του σχεδίου. Ήμουν ένα καλοπλεγμένο παιδί!

Το κτίριο του Δημοτικού σχολείου (και μετέπειτα Γυμνασίου 
στην πλατεία Ταπητουργείων της Κάτω Τούμπας, 
απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Θεράποντα (1959)
Πηγή: Φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Λεοντσίνη 
(από το βιβλίο Η Τούμπα των προσφύγων)

Για κάποιον λόγο που δεν θυμάμαι, δευτέρα Δημοτικού μεταφερθήκαμε από το καινούργιο σχολείο 
―και για μία μόνο χρονιά― σ' αυτό. Νομίζω ότι κατεδαφίστηκε την επομένη.

Το σχολείο ήταν ολοκαίνουργιο και είχε χρωματιστές πόρτες. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, είχε από δύο τμήματα σε κάθε τάξη. Επίσης, όταν ανέβαινες τάξη, ανέβαινες και όροφο. Άλλαζε χρώμα και η πόρτα σου. Στην πρώτη τάξη ήμουν στο ισόγειο, στην κίτρινη πόρτα. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της χρονιάς έπεσα σε βαθύ έρωτα για έναν μαθητή της τετάρτης, του πρώτου ορόφου, χρώματος πόρτας σκούρου μπλε. Τον θαύμαζα κρεμασμένο από το χερούλι της, όταν ήταν επιμελητής. Φαινόταν στην αυλή από την τζαμαρία του διαδρόμου του ορόφου. Είχε το παρατσούκλι «Καραβάκας».
Το σχολείο μου ήταν δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Θεράποντα Κάτω Τούμπας. Το σημερινό του όνομα είναι  19ο δημοτικό. Τότε λεγόταν 98ο. Πήγα απολύτως προετοιμασμένη, με  τσάντα και κασετίνα από τον Κλαουδάτο και σβήστρες που μοσχομύριζαν. Αυτές τις είχα πάντα για μόστρα και έσβηνα με τις κοινές. Δεν ήξερα να διαβάζω. Γνώριζα μόνο να γράφω το όνομά μου, και  είχα φτάσει ήδη κατάκοπη ώς εκεί: λεγόμουν Γεωργία Τριανταφυλλίδου και περιείχα κάτι περισσότερο από το μισό αλφάβητο.

Πρωτοπήγα σχολείο με χαρά, σχεδόν με ανακούφιση.  Θα γλίτωνα επιτέλους από τον παιδικό σταθμό της Πρόνοιας με το απίστευτο όνομα «Άννα Μαρία», στον οποίο υπέφερα τρία ολόκληρα χρόνια και κοιμόμουν εκεί και το μεσημέρι, ενώ η μαμά μου δεν ήταν εργαζόμενη και θα της το φυλάω όσο ζω που με άφηνε να κοιμάμαι εκεί το μεσημέρι. Φαντάζομαι ότι θα πρέπει να βάλαμε και κάποιου είδους μέσο για να υφίσταμαι αυτό το απαίσιο βασανιστήριο…  Η πρώτη Δημοτικού σήμαινε  ευτυχία και ανεξαρτησία, εγώ το μεσημέρι ήμουν σπίτι, και φυσικά κανείς δεν μπορούσε να με βάλει για ύπνο αφού αγέρωχη απαντούσα «έχω μαθήματα». Τα μαθήματα αυτά μου τα έβαζε η ομορφότερη  και η ευγενικότερη δασκάλα του κόσμου, η κυρία Ουρανία Περδικάτση-Παπαβασιλείου, μέχρι και την τρίτη τάξη. Χρόνια μετά, κι ενώ γεννούσα τον δεύτερό μου γιο, μπήκε στο δωμάτιό μου της Γενικής κλινικής  αναζητώντας το νεογέννητο εγγόνι της. Κοιταχτήκαμε  στα μάτια. Κυρία Ουρανία, είπα. Μόνο αυτό. Και άνοιξε την αγκαλιά της η κυρία μου που μου έμαθε ότι η ορθογραφία είναι τρόπος να ζεις τη ζωή σου με καλαισθησία.

Γεωργία Τριανταφυλλίδου (Θεσσαλονίκη, 1968). Ζει στην Καβάλα. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές· τελευταία: Δανεικά αγύριστα (2017) ]

Πρώτη δημοσίευση στο blog του Εντευκτηρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: