11.9.17

Το κουδούνι



γράφει η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου


Σ’ όλον τον δρόμο μέχρι το σχολείο δεν συνάντησε ψυχή. Μόνο τον ίσκιο του είδε κάνα-δυο φορές ν’ αλλάζει απότομα θέση και τινάχτηκε. Ας είναι, ο ήλιος έφταιγε. Έκαψε την άσπρη σάρκα του και πέρασε μέσα της. Τον ζάλιζε.
Σεπτέμβρης, πρώτη μέρα στα θρανία, κι έψαχνε το σχολείο όπου πρωτοδιορίστηκε. Η βλάστηση είχε καλύψει τον άσπρο του μαντρότοιχο· η σιδερένια αυλόπορτα μόλις διακρινόταν. Στα κάγκελά της κρεμόταν η μακριά αλυσίδα, πλεγμένη με κλαδιά. Την ώρα που αναρωτιόταν πότε πρόλαβε και σκούριασε, άκουσε πνιχτά τα γέλια των παιδιών· τα καλοκαίρια παραβίαζαν το λουκέτο κι έπαιζαν στον περίβολο. Ορίστε, σήμερα είχαν έρθει πριν από αυτόν. Καθάρισε μερικά κλωνάρια κι έσπρωξε την πόρτα προς τα μέσα. Ίσα που χώρεσε να περάσει από το μικρό άνοιγμα με το πλάι, παίρνοντας μαζί του και μερικά φρέσκα κλωνάρια. Αν δεν άκουγε το κουδούνι να χτυπάει μπορεί και να είχε προσπεράσει. Το ηλεκτρικό ρολόι με το κουδούνι, δώρο ομογενούς εξ Αμερικής, από τις καλές εποχές· όλο κόλλαγε στη μία το μεσημέρι.


Δεν τα πήγαινε καλά με τον χρόνο. Κάποτε τον μέτραγε στον τοίχο· γραμμούλες κάθετες για τις μέρες, οριζόντιες για τους μήνες, σταυρό για τα χρόνια. Κάθε σταυρός και ένας κύκλος. Σταύρωνε τον κύκλο και τον κήδευε πάνω στον άσπρο τοίχο. Όταν κατάλαβε πως δεν είχε πια σημασία, έπαψε· τους ακύρωσε όλους με μεγάλα Χ. Γέμισε ο τοίχος ακυρωμένους κύκλους, γεμάτους γραμμούλες χωρίς σημασία. Και ύστερα, λες και ο τοίχος κατάπινε τις γραμμούλες, τις έκρυβε μέσα στο άσπρο χρώμα του. Σε μια αντανάκλαση του άσπρου είδε και τη φιγούρα του να γίνεται τοίχος. Άσπρα τα μαλλιά του, άσπρα τα μάτια και το στόμα του, άσπρα τα νύχια και τα ρούχα του. Σαν μια άσπρη σκόνη να έβγαινε από τα εντόσθια του τοίχου και να τον τύλιγε. Τότε παραιτήθηκε, έκλεισε τα μάτια του και αρνιόταν να τ’ ανοίξει. Μετά από καιρό, άκουσε κάποιους να ψιθυρίζουν πως η σκόνη κατακάθισε, και τότε τόλμησε. Τα μισάνοιξε. Όμως, το άσπρο είχε κολλήσει μέσα από τα βλέφαρά του, κι έκανε τις εικόνες του θολές. Ο γιατρός είπε πως αυτό θα έφευγε με τον καιρό, όχι τελείως μα θα έβλεπε καλύτερα.  
Πρώτη μέρα στο σχολείο και είχε αργήσει· φώναξε προσκλητήριο και ήταν όλοι εκεί. Ένας-ένας έβγαιναν από τη σκιά και παρουσιάζονταν μπροστά του. Ακόμα και ο επιστάτης, που έμενε αθέατος πίσω από την κολώνα, με το παλιό κουδούνι στο χέρι ― σε περίπτωση που θα κόλλαγε πάλι το ηλεκτρικό. 
«Ρε Παπανικολάου, πού είσαι; Φανερώσου» του φώναξε, σφίγγοντας τα βλέφαρα. Φανερώθηκε. Όλοι παρόντες. Έξω από το παράθυρο τούς παραφύλαγε η μαρμάρινη στήλη με τα ονόματα των ευεργετών του σχολείου.



«Εσύ μπαινόβγαινες;»
«Κάνα-δυο φορές. Την τελευταία μάς κυνήγησαν κάτι φτιαγμένοι. Δεν είναι να μπλέκεις.» 
«Πότε τον είδες;»
«Την ώρα που έμπαινε, χτύπαγε το ηλεκτρικό κουδούνι.»
 «Εσύ πήγες καμιά χρονιά σ’ αυτό το σχολείο;»
«Σου φαίνομαι για προπολεμικός; Κι ο πατέρας μου μετά τον πόλεμο γεννήθηκε.»
«Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να το ξαναφτιάξει;»
«Του Δημοσίου είναι. Πού θες να ξέρω...»
«Άλλο τι ξέρεις;»
            «Βομβαρδίστηκε στην υποχώρηση. Πέτρα πάνω στην άλλη δεν έμεινε. Ούτε ένα παιδί δεν βγήκε ζωντανό. Μόνο το κουδούνι σώθηκε. Μισόν αιώνα μετά την καταστροφή κι ακόμα να το αποσυνδέσουν. Βαράει κάθε πρώτη μέρα του σχολείου, μεσημέρι στη μία. Τον δάσκαλο τον βρήκαν αναίσθητο στα χαλάσματα. Σήμερα τον είδα για πρώτη φορά. Έμαθα πως τον κλείσανε ξανά στο τρελάδικο.»

[ Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε το 1956 στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας. Σπούδασε σκηνογραφία-ενδυματολογία. Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. Είναι τελειόφοιτη του Μεταπτυχιακού Τμήματος Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στην κατεύθυνση της συγγραφής. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου κυκλοφορεί το βιβλίο της Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες (2017) ].

Πρώτη δημοσίευση στο παρόν blog του Εντευκτηρίου


Δεν υπάρχουν σχόλια: